σιωπητήριο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιωπητήριο τα σιωπητήρια
      γενική του σιωπητηρίου
σιωπητήριου
των σιωπητηρίων
    αιτιατική το σιωπητήριο τα σιωπητήρια
     κλητική σιωπητήριο σιωπητήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σιωπητήριο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σιωπητήριο ουδέτερο

  • Στρατιωτικός όρος. Το τελευταίο σάλπισμα που σημαίνει το τέλος κάθε πρόκλησης θορύβου (ακόμα και συζητήσεων) και την επιβολή αυστηρής νυχτερινής ησυχίας.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]