σκαλοπόδαρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκαλοπόδαρο τα σκαλοπόδαρα
      γενική του σκαλοπόδαρου των σκαλοπόδαρων
    αιτιατική το σκαλοπόδαρο τα σκαλοπόδαρα
     κλητική σκαλοπόδαρο σκαλοπόδαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκαλοπόδαρο < σκάλ(α) + -ο- + -πόδαρο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ska.loˈpo.ða.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκα‐λο‐πό‐δα‐ρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκαλοπόδαρο ουδέτερο

  • ο καθένας από τους δύο δοκούς που βοηθάνε στην στήριξη της φορητής σκάλας καθώς και των σκαλιών της

Μεταφράσεις[επεξεργασία]