σκαπέτισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκαπέτισμα τα σκαπετίσματα
      γενική του σκαπετίσματος των σκαπετισμάτων
    αιτιατική το σκαπέτισμα τα σκαπετίσματα
     κλητική σκαπέτισμα σκαπετίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σκαπέτισμα < σκαπετίζω, σκαπετισ- + -μα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /skaˈpe.ti.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκα‐πέ‐τι‐σμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σκαπέτισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .