σμηναρχία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σμηναρχία οι σμηναρχίες
      γενική της σμηναρχίας των σμηναρχιών
    αιτιατική τη σμηναρχία τις σμηναρχίες
     κλητική σμηναρχία σμηναρχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σμηναρχία < σμήναρχ(ος) + -ία[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /zmi.naɾˈçi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σμη‐ναρ‐χί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σμηναρχία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]