σουργούνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σουργούνι τα σουργούνια
      γενική του σουργουνιού των σουργουνιών
    αιτιατική το σουργούνι τα σουργούνια
     κλητική σουργούνι σουργούνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σουργούνι < τουρκική surgun

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σουργούνι ουδέτερο

  1. (παρωχημένο, ιδιωματικό) εκτόπιση, εξορία
    ※  Τέλος, ὅταν τὸ κακὸν ἐπαράγινε, ὁ τότε δήμαρχος τοῦ τόπου Κωνστ. Μωραΐτης, ἄνθρωπος ὅστις ἐξήσκει πολλάκις ἐπ᾿ ἀγαθῷ τὴν αὐθαιρεσίαν, κατὰ παράκλησιν τῶν συγγενῶν τοῦ Γιαννιοῦ, τὸν ἔκαμε «σουργούνι» τὸν Μαλάκιαν, τὸν ἐξώρισε δηλ. ἁπλῶς καὶ καθαρῶς ἀπὸ τὸν τόπον, καὶ οὕτως ἐγλύτωσε τὸ Κουμπὼ τοῦ Καλκάνη, ἔσωσε δὲ καὶ τὸν καπετὰν Γιαννιόν, τὸν πάλαι ποτὲ ἰδιοκτήτην τῆς «Ἑπταλόφου» καὶ τῆς «Θεοῦ Σοφίας» (διότι ἐν τῷ μεταξὺ τὰ εἶχε φάγει ὁ Μαλάκιας ὅλα, καὶ ἡ μία βάρκα εἶχε πωληθῆ, ἡ ἄλλη ἦτον ὑπέγγυος) ἀπὸ τὴν Ἄτην τὴν σθεναρὴν καὶ ἀρτίποδα ἥτις πάντας ἀνθρώπους ἀᾶται, ὥστε μόνον τὸ Ὕδωρ τῆς Στυγὸς νὰ μένῃ «ἀάατον». (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τὰ Βενέτικα, 1912)
  2. (παρωχημένο, ιδιωματικό, κατ’ επέκταση) ρεζίλεμα, εξευτελισμός

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]