σπερματογένεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπερματογένεση | οι | σπερματογενέσεις |
γενική | της | σπερματογένεσης* | των | σπερματογενέσεων |
αιτιατική | τη | σπερματογένεση | τις | σπερματογενέσεις |
κλητική | σπερματογένεση | σπερματογενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σπερματογενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπερματογένεση θηλυκό
- (βιολογία) η διαδικασία κατά την οποία σχηματίζονται σπερματοζωάρια
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπερματογένεση