στρειδολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στρειδολόγος οι στρειδολόγοι
      γενική του στρειδολόγου των στρειδολόγων
    αιτιατική τον στρειδολόγο τους στρειδολόγους
     κλητική στρειδολόγε στρειδολόγοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρειδολόγος < στρείδ(ι) + -ο- + -λόγος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στρειδολόγος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .