στρείδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στρείδι τα στρείδια
      γενική του στρειδιού των στρειδιών
    αιτιατική το στρείδι τα στρείδια
     κλητική στρείδι στρείδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ανοιχτό στρείδι

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στρείδι < (ελληνιστική κοινή) *ὀστρείδιον, υποκοριστικό του ὄστρειον < αρχαία ελληνική ὄστρειον / ὄστρεον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στρείδι ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]