στρείδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στρείδι | τα | στρείδια |
γενική | του | στρειδιού | των | στρειδιών |
αιτιατική | το | στρείδι | τα | στρείδια |
κλητική | στρείδι | στρείδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στρείδι < μεσαιωνική ελληνική στρείδι[1] / ὀστρείδιον[1] < ελληνιστική κοινή ὄστρειον[2] < αρχαία ελληνική ὄστρειον / ὄστρεον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈstri.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρεί‐δι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στρείδι ουδέτερο
- (ζωολογία) θαλασσινό μαλάκιο του γένους οστρέα (Ostrea), της οικογένειας οστρεΐδες, που προσκολλάται σε βράχια ή στα πλοία και ψαρεύεται για το εδώδιμο εσωτερικό του, ανάμεσα στα δύο γκριζωπά όστρακά του
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- είναι κολλημένος σαν στρείδι: για κάποιον που προσκολλάται σε άλλον ή εξαρτάται απ’ αυτόν ή γενικά τού είναι ενοχλητικός
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- στρείδι στη Βικιπαίδεια
- μύδι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στρείδι
|
- ↑ 1,0 1,1 ὀστρείδιον - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ ὄστρειον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)