συμπυκνωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμπυκνωτής < συμπυκνώ(νω) + -τής
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sim.bi.knoˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπυ‐κνω‐τής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συμπυκνωτής αρσενικό
- συσκευή που πραγματοποιεί συμπύκνωση