συναρμολόγηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συναρμολόγηση οι συναρμολογήσεις
      γενική της συναρμολόγησης* των συναρμολογήσεων
    αιτιατική τη συναρμολόγηση τις συναρμολογήσεις
     κλητική συναρμολόγηση συναρμολογήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συναρμολογήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συναρμολόγηση < συναρμολογώ + -ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συναρμολόγηση θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]