συνειδητότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνειδητότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνειδητότητα θηλυκό
- κατάσταση επίγνωσης, το χαρακτηριστικό της επίγνωσης
- ικανότητα να αισθάνεσαι, να έχεις εμπειρίες
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη συνείδηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνειδητότητα