σωληνίσκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σωληνίσκος < σωλήνας + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σωληνίσκος αρσενικό
- υποκοριστικό του σωλήνας, ο μικρός σωλήνας