τεχνίτρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τεχνίτρα οι τεχνίτρες
      γενική της τεχνίτρας
    αιτιατική την τεχνίτρα τις τεχνίτρες
     κλητική τεχνίτρα τεχνίτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τεχνίτρα < τεχνίτης + κατάληξη θηλυκού -τρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τεχνίτρα θηλυκό

(επάγγελμα) → δείτε τη λέξη τεχνίτης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]