τραγωδιογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τραγωδιογράφος < ελληνιστική κοινή τραγῳδιογράφος / τραγῳδογράφος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τραγωδιογράφος αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τραγωδιογράφος
|