τσούχτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσούχτρα θηλυκό
- (ζωολογία) (λαϊκότροπο) η μέδουσα, η σαλούφα
- (μεταφορικά) κακιά γυναίκα που επικρίνει τους άλλους
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μέδουσα
|