τυλιγάδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τυλιγάδι | τα | τυλιγάδια |
γενική | του | τυλιγαδιού | των | τυλιγαδιών |
αιτιατική | το | τυλιγάδι | τα | τυλιγάδια |
κλητική | τυλιγάδι | τυλιγάδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τυλιγάδι ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- τυλιγαδιάζω
- τυλιγάδιασμα
- τυλιγαδιασμένος
- → δείτε τη λέξη τυλίγω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τυλιγάδι
|