υδροληψία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υδροληψία θηλυκό
- η λήψη νερού (π.χ. για άρδευση ή από πυροσβεστικά αεροσκάφη)
- δοκιμή υδροληψίας από πυροσβεστικά ελικόπτερα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υδροληψία
|