υπερκλάση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερκλάση οι υπερκλάσεις
      γενική της υπερκλάσης* των υπερκλάσεων
    αιτιατική την υπερκλάση τις υπερκλάσεις
     κλητική υπερκλάση υπερκλάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερκλάσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερκλάση < υπερ- + κλάση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική superclass

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπερκλάση θηλυκό

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]