υπόρραμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /iˈpo.ɾa.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πόρ‐ραμ‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπόρραμμα ουδέτερο
- η φόδρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπόρραμμα
→ δείτε τη λέξη φόδρα |