φαιδρότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαιδρότητα οι φαιδρότητες
      γενική της φαιδρότητας των φαιδροτήτων
    αιτιατική τη φαιδρότητα τις φαιδρότητες
     κλητική φαιδρότητα φαιδρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φαιδρότητα < αρχαία ελληνική φαιδρότης < φαιδρός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φαιδρότητα θηλυκό

  1. η ελαφρότητα, η χαρά, η ευθυμία
  2. η γελοιότητα, το ανάρμοστο και ανόητο αστείο
    Άσε τις φαιδρότητες να σοβαρευτούμε


Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]