φτύσμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φτύσμα | τα | φτύσματα |
γενική | του | φτύσματος | των | φτυσμάτων |
αιτιατική | το | φτύσμα | τα | φτύσματα |
κλητική | φτύσμα | φτύσματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φτύσμα ουδέτερο
- αυτό που κάποιος φτύνει, που το βγάζει, το εκβάλλει με ορμή από το στόμα του, η πτυόμενη ουσία, το πτυόμενο, το πτύελο, τα σάλια αλλά και τα αποχρεμπτόμενα φλέγματα, τα εκκρίματα που παράγονται στο αναπνευστικό σύστημα.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φτύσμα
|