έκκριμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έκκριμα | τα | εκκρίματα |
γενική | του | εκκρίματος | των | εκκριμάτων |
αιτιατική | το | έκκριμα | τα | εκκρίματα |
κλητική | έκκριμα | εκκρίματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έκκριμα < (λόγιο) ελληνιστική κοινή ἔκκριμα[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɛk.ɾi.ma/
- συλλαβισμός : έκ‐κρι‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έκκριμα ουδέτερο
- (φυσιολογία) κάθε ουσία που παράγουν διάφορα όργανα του ανθρώπινου οργανισμού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ «έκκριμα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.