πτύελο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πτύελο τα πτύελα
      γενική του πτυέλου
πτύελου
των πτυέλων
    αιτιατική το πτύελο τα πτύελα
     κλητική πτύελο πτύελα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
πτύελο < πτύω ηχοπ. από το "πτου"

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

πτύελο ουδέτερο

  • το πτύελο και στον πληθυντικό τα πτύελα σημαίνουν το σάλιο αλλά και τα αποχρεμπτόμενα φλέγματα, τα εκκρίματα που παράγονται στο αναπνευστικό σύστημα


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]