φυλλωσιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φυλλωσιά | οι | φυλλωσιές |
γενική | της | φυλλωσιάς | των | φυλλωσιών |
αιτιατική | τη | φυλλωσιά | τις | φυλλωσιές |
κλητική | φυλλωσιά | φυλλωσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυλλωσιά < φύλλο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φυλλωσιά θηλυκό
- το φύλλωμα ενός δέντρου ή μεγάλου θάμνου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)