φυσικοπυρηνικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η φυσικοπυρηνικός οι φυσικοπυρηνικοί
      γενική του/της φυσικοπυρηνικού των φυσικοπυρηνικών
    αιτιατική τον/τη φυσικοπυρηνικό τους/τις φυσικοπυρηνικούς
     κλητική φυσικοπυρηνικέ φυσικοπυρηνικοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυσικοπυρηνικός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φυσικοπυρηνικός αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]