φωνόγραφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φωνόγραφος | οι | φωνόγραφοι |
γενική | του | φωνόγραφου & φωνογράφου |
των | φωνόγραφων & φωνογράφων |
αιτιατική | τον | φωνόγραφο | τους | φωνόγραφους & φωνογράφους |
κλητική | φωνόγραφε | φωνόγραφοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωνόγραφος < → δείτε τη λέξη φωνογράφος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωνόγραφος αρσενικό
- κοινή, καθημερινή ονομασία του: φωνογράφος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωνόγραφος
→ δείτε τη λέξη φωνογράφος |