χάζεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χάζεμα | τα | χαζέματα |
γενική | του | χαζέματος | των | χαζεμάτων |
αιτιατική | το | χάζεμα | τα | χαζέματα |
κλητική | χάζεμα | χαζέματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χάζεμα < χαζεύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χάζεμα ουδέτερο (συνήθως δεν κλίνεται)
- η σχόλη, η τεμπελιά, η χαλάρωση, το να κοιτάς διάφορα χωρίς ουσιαστικά να τα περιεργάζεσαι για κάτι παραγωγικό, όπως για να τα αγοράσεις
- Δεν μ΄ αρέσει το χάζεμα στο εμπορικό κέντρο γιατί βλέπω ένα σωρό πράματα που δεν μπορώ να πάρω κι από πάνω βλέπω ότι ενώ εγώ χαζεύω, οι άλλες αγοράζουν!
- Άσε το χάζεμα και κάτσε να διαβάσεις
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- το χάζι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χάζεμα