χάζεμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χάζεμα τα χαζέματα
      γενική του χαζέματος των χαζεμάτων
    αιτιατική το χάζεμα τα χαζέματα
     κλητική χάζεμα χαζέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χάζεμα < χαζεύω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χάζεμα ουδέτερο (συνήθως δεν κλίνεται)

  1. η σχόλη, η τεμπελιά, η χαλάρωση, το να κοιτάς διάφορα χωρίς ουσιαστικά να τα περιεργάζεσαι για κάτι παραγωγικό, όπως για να τα αγοράσεις
    Δεν μ΄ αρέσει το χάζεμα στο εμπορικό κέντρο γιατί βλέπω ένα σωρό πράματα που δεν μπορώ να πάρω κι από πάνω βλέπω ότι ενώ εγώ χαζεύω, οι άλλες αγοράζουν!
    Άσε το χάζεμα και κάτσε να διαβάσεις

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]