χαμηλοθώρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαμηλοθώρα | οι | χαμηλοθώρες |
γενική | της | χαμηλοθώρας | — | |
αιτιατική | τη | χαμηλοθώρα | τις | χαμηλοθώρες |
κλητική | χαμηλοθώρα | χαμηλοθώρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαμηλοθώρα < χαμηλοθώρ(ης) + -α
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xa.mi.loˈθo.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐μη‐λο‐θώ‐ρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαμηλοθώρα θηλυκό και χαμηλοθωρούσα
- θηλυκό του χαμηλοθώρης
- ※ Ὅταν τὴν ἔβλεπα νὰ διαβαίνῃ χαμηλόθωρα, λεβεντοπερπάτητη μὲ στήθη μεστωμένα καὶ τὰ μαλλιὰ ἀνεμιστὰ στὶς πλάτες, ποθοῦσα νὰ κολλήσω ἀπάνω της.
- Ανδρέας Καρκαβίτσας (1899) «Η θάλασσα». Συλλογή διηγημάτων Λόγια της πλώρης. Εν Αθήναις: Ιωάννης Δ. Κολλάρος, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1924.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη χαμηλοβλεπούσα
- ※ Ὅταν τὴν ἔβλεπα νὰ διαβαίνῃ χαμηλόθωρα, λεβεντοπερπάτητη μὲ στήθη μεστωμένα καὶ τὰ μαλλιὰ ἀνεμιστὰ στὶς πλάτες, ποθοῦσα νὰ κολλήσω ἀπάνω της.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χαμηλοθώρης
χαμηλοθώρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)