χειροτεχνείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χειροτεχνείο < (καθαρεύουσα) χειροτεχνεῖον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χειροτεχνείο ουδέτερο
- (παρωχημένο) το εργαστήριο στο οποίο γίνονται χειροτεχνήματα, ο χώρος εργασίας του χειροτέχνη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- «χειροτεχνεῖον» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .