Χρήστης:Svlioras/Νεοελληνικό Λεξικό/Ξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
- ξ
- ξάγναντα
- ξάγναντο
- ξαγρυπνάω
- ξαγρύπνια
- ξάγρυπνος
- ξαγρυπνώ
- ξαδέρφι
- ξαδέλφι
- ξάδερφος
- ξαδέρφη
- ξαίνω
- ξακουσμένος
- ξακουστός
- ξακρίδι
- ξακρίζω
- ξάκρισμα
- ξαλάφρωμα
- ξαλαφρώνω
- ξαλμυρίζω
- ξαμολώ
- ξαμώνω
- ξανά
- ξανα-
- ξανά-
- ξαν-
- ξαναβάζω
- ξαναβγάζω
- ξαναβγαίνω
- ξαναβλέπω
- ξαναβρίσκω
- ξανάβω
- ξαναγεμίζω
- ξαναγέμισμα
- ξαναγεννώ
- ξαναγίνομαι
- ξαναγράφω
- ξαναγυρίζω
- ξαναγύρισμα
- ξαναγυρνώ
- ξαναδείχνω
- ξαναδιαβάζω
- ξαναδίνω
- ξαναέρχομαι
- ξανάρχομαι
- ξαναζεσταίνω
- ξαναζέσταμα
- ξαναζητώ
- ξαναζώ
- ξαναζωντάνεμα
- ξαναζωντανεύω
- ξαναθυμάμαι
- ξαναθυμίζω
- ξανακάθομαι
- ξανακαίω
- ξανακαλώ
- ξανακάνω
- ξανακατεβάζω
- ξανακερδίζω
- ξανακινώ
- ξανακλείνω
- ξανακοιμάμαι
- ξανακοιτάζω
- ξανακούω
- ξανακρίνω
- ξανακτίζω
- ξανακτυπώ
- ξανακυκλοφορώ
- ξανακυλάω
- ξαναλέω
- ξαναμετρώ
- ξάναμμα
- ξαναμμένος
- ξαναμοιράζω
- ξαναμοίρασμα
- ξαναμπαίνω
- ξανανεβαίνω
- ξανανθίζει
- ξανανιώθω
- ξανάνιωμα
- ξανανιώνω
- ξανανοίγω
- ξαναπαθαίνω
- ξαναπαίρνω
- ξαναπατώ
- ξαναπάω
- ξαναπερνώ
- ξαναπέφτω
- ξαναπηγαίνω
- ξαναπάω
- ξαναπίνω
- ξαναποκτώ
- ξαναπουλώ
- ξαναπροβάλλω
- ξαναπροσπαθώ
- ξαναπωλώ
- ξαναρίχνω
- ξαναρχίζω
- ξανάρχομαι
- ξαναρωτώ
- ξανασαίνω
- ξανασηκώνω
- ξανασκέφτομαι
- ξανασμίγω
- ξαναστέλνω
- ξαναστήνω
- ξανάστροφος
- ξανασυμβαίνει
- ξανασυναντώ
- ξανασυνδέω
- ξανατολμώ
- ξανατρέχω
- ξανατρώω
- ξαναφαίνεται
- ξαναφέρνω
- ξαναφεύγω
- ξαναφουντώνω
- ξαναφτιάχνω
- ξαναφυτρώνει
- ξαναχρησιμοποιώ
- ξαναχτίζω
- ξαναχτυπώ
- ξανθαίνω
- ξανθέλασμα
- ξανθίνη
- ξάνθιο
- Ξανθιώτης
- Ξανθιώτισσα
- ξανθιώτικος
- ξανθο-
- ξανθό-
- ξανθοκόκκινος
- ξανθομάλλης
- ξανθός
- ξανθοφύλλη
- ξανθόψειρα
- ξανθωπός
- ξάνοιγμα
- ξανοίγω
- ξάνση
- ξαντός
- ξάπλα
- ξαπλάρω
- ξάπλωμα
- ξαπλώνω
- ξαπλώστρα
- ξαπλωτός
- ξαπολώ
- ξαποσταίνω
- ξαπόσταμα
- ξαποστέλνω
- ξαραχνιάζω
- ξαράχνιασμα
- ξαρμάτωμα
- ξαρματώνω
- ξαρμάτωτος
- ξάρτια
- ξάσιμο
- ξασπρίζω
- ξάσπρισμα
- ξαστεριά
- ξάστερος
- ξαστερώνει
- ξαστοχώ
- ξαφνιάζω
- ξάφνιασμα
- ξαφνιασμένος
- ξαφνίζω
- ξαφνικός
- ξάφνισμα
- ξάφνου
- ξαφρίζω
- ξάφρισμα
- ξε-
- ξέ-
- ξ-
- ξέβαμμα
- ξεβαφτικό
- ξεβάφω
- ξεβγάζω
- ξέβγαλμα
- ξεβγαλμένος
- ξεβίδωμα
- ξεβιδώνω
- ξεβόλεμα
- ξεβολεύω
- ξεβοτανίζω
- ξεβοτάνισμα
- ξεβούλωμα
- ξεβουλώνω
- ξεβράζει
- ξεβράκωμα
- ξεβρακώνω
- ξεβράκωτος
- ξέβρασμα
- ξεβρομίζω
- ξεβρόμισμα
- ξεγαντζώνω
- ξεγάνωτος
- ξεγέλασμα
- ξεγελώ
- ξεγεννώ
- ξεγίνεται
- ξεγλίστρημα
- ξεγλιστρώ
- ξεγνοιασιά
- ξέγνοιαστος
- ξεγοφιάζω
- ξεγράφω
- ξεγύμνωμα
- ξεγυμνώνω
- ξεγύρισμα
- ξεγυρισμένος
- ξεγυριστός
- ξεδιακρίνω
- ξεδιάλεγμα
- ξεδιαλέγω
- ξεδιάλυμα
- ξεδιαλύνω
- ξεδιαντροπιά
- ξεδιάντροπος
- ξεδίνω
- ξεδίπλωμα
- ξεδιπλώνω
- ξεδίψασμα
- ξεδιψώ
- ξέδομα
- ξεδοντιάζω
- ξεδοντιάρης
- ξεδόντιασμα
- ΞΕΕ
- ξεζαλίζω
- ξεζεύω
- ξεζουμίζω
- ξεζούμισμα
- ξεθάβω
- ξεθάμπωμα
- ξεθαμπώνω
- ξεθάρρεμα
- ξεθαρρεύω
- ξεθάψιμο
- ξεθεμελίωμα
- ξεθεμελιώνω
- ξεθέωμα
- ξεθεώνω
- ξεθεωτικός
- ξεθηκαρώνω
- ξεθηλυκώνω
- ξεθόλωμα
- ξεθολώνω
- ξεθυμαίνει
- ξεθύμασμα
- ξεθυμώνω
- ξεθωριάζει
- ξεθώριασμα
- ξέθωρος
- ξεϊδρώνω
- ξείπα
- ξεκαβαλικεύω
- ξεκαθαρίζω
- ξεκαθάρισμα
- ξεκάθαρος
- ξεκαλοκαιριάζω
- ξεκαλούπωμα
- ξεκαλουπώνω
- ξεκάλτσωτος
- ξεκάνω
- ξεκαπίστρωτος
- ξεκαπνίζω
- ξεκάπνισμα
- ξεκαρδίζομαι
- ξεκάρδισμα
- ξεκαρδιστικός
- ξεκάρφωμα
- ξεκαρφώνω
- ξεκάρφωτος
- ξεκατινιάζω
- ξεκατίνιασμα
- ξεκίνημα
- ξεκινώ
- ξεκλέβω
- ξεκλείδωμα
- ξεκλειδώνω
- ξεκλείδωτος
- ξεκληρίζω
- ξεκλήρισμα
- ξεκόβω
- ξεκοιλιάζω
- ξεκοίλιασμα
- ξεκοκαλίζω
- ξεκοκάλισμα
- ξεκόλλημα
- ξεκολλώ
- ξεκούδουνος
- ξεκουκούλωμα
- ξεκουκουλώνω
- ξεκουκούλωτος
- ξεκουκουτσιάζω
- ξεκουμπίδια
- ξεκουμπίζομαι
- ξεκούμπωμα
- ξεκουμπώνω
- ξεκούμπωτος
- ξεκουνώ
- ξεκουράζω
- ξεκούραση
- ξεκουραστικός
- ξεκουρδίζω
- ξεκούρδισμα
- ξεκούρδιστος
- ξεκούτης
- ξεκουτιαίνω
- ξεκουτιάρης
- ξεκουφαίνω
- ξεκρέμασμα
- ξεκρέμαστος
- ξεκρεμώ
- ξεκρίνω
- ξεκωλιάζω
- ξεκωλιάρης
- ξέκωλος
- ξελάκκωμα
- ξελαμπικάρισμα
- ξελαμπικάρω
- ξελαρυγγιάζομαι
- ξελαρύγγιασμα
- ξελασκάρισμα
- ξελασκάρω
- ξελάσπωμα
- ξελασπώνω
- ξελάφρωμα
- ξελαφρώνω
- ξελέπιασμα
- ξελέω
- ξελίγωμα
- ξελιγώνω
- ξελογιάζω
- ξελόγιασμα
- ξελογιάστρα
- ξεμάγεμα
- ξεμαθαίνω
- ξεμακραίνω
- ξέμακρος
- ξεμαλλιάζω
- ξεμαλλιάρης
- ξεμάλλιασμα
- ξεμαλλιασμένος
- ξεμανίκωτος
- ξεμαρκάρισμα
- ξεμαρκάριστος
- ξεμαρκάρω
- ξεμασκάρεμα
- ξεμασκαρεύω
- ξεματιάζω
- ξεμάτιασμα
- ξεματιάστρα
- ξεμέθυστος
- ξεμεθώ
- ξεμένω
- ξεμεσιάζομαι
- ξεμοναχιάζω
- ξεμονάχιασμα
- ξεμοντάρισμα
- ξεμοντάρω
- ξεμουδιάζω
- ξεμούδιασμα
- ξεμουχλιάζω
- ξεμπαρκάρισμα
- ξεμπαρκάρω
- ξέμπαρκος
- ξεμπέρδεμα
- ξεμπερδεύω
- ξέμπλεγμα
- ξέμπλεκος
- ξεμπλέκω
- ξεμπλοκάρισμα
- ξεμπλοκάρω
- ξεμπουκάρω
- ξεμπούκωμα
- ξεμπουκώνω
- ξεμπροστιάζω
- ξεμπρόστιασμα
- ξεμυαλίζω
- ξεμυάλισμα
- ξεμυαλισμένος
- ξεμυαλίστρα
- ξεμυτίζω
- ξεμύτισμα
- ξεμωραίνομαι
- ξεμώραμα
- ξεμωραμένος
- ξένα
- ξενάγηση
- ξεναγός
- ξεναγώ
- ξενέρα
- ξενέρας
- ξενερίζω
- ξενέρισμα
- ξενερουά
- ξενέρωμα
- ξενερώνω
- ξενέρωτος
- ξενηλασία
- ξενίζω
- ξενικός
- ξενικότητα
- ξένιος
- ξενισμός
- ξενιστής
- ξενιτεμένος
- ξενιτεμός
- ξενιτεύομαι
- ξενιτιά
- ξένο(ν)
- ξενο-
- ξενό-
- ξενόγλωσσος
- ξενοδουλεύω
- ξενοδούλι
- ξενόδουλος
- ξενοδοχειακός
- ξενοδοχείο
- ξενοδόχος
- ξενοδοχοϋπάλληλος
- ξενοιάζω
- ξενοιασιά
- ξένοιαστος
- ξενοικιάζω
- ξενοίκιαστος
- ξενοκίνητος
- ξενοκοιμάμαι
- ξενοκοιτώ
- ξενόκουμπα
- ξενοκρατία
- ξενολατρία
- ξενομανής
- ξενομανία
- ξενομεταμόσχευση
- ξενομόσχευμα
- ξενοπλένω
- ξενότροπος
- ξενοφερμένος
- ξενόφερτος
- ξενοφιλία
- ξενόφιλος
- ξενοφοβία
- ξενοφοβικός
- ξενόφοβος
- ξενόφωνος
- ξεντερίζω
- ξεντύνω
- ξεντύσιμο
- ξέντυτος
- ξενυστάζω
- ξενυχιάζω
- ξενύχιασμα
- ξενυχτάδικο
- ξενυχτάω
- ξενύχτης
- ξενύχτι
- ξενύχτισμα
- ξενυχτισμένος
- ξενυχτώ
- ξενώνας
- ξεπαγιάζω
- ξεπάγιασμα
- ξεπάγωμα
- ξεπαγώνω
- ξεπακετάρισμα
- ξεπακετάρω
- ξεπαραδιάζω
- ξεπαράδιασμα
- ξεπαρθένεμα
- ξεπαρθενεύω
- ξεπαρκάρισμα
- ξεπαρκάρω
- ξεπάστρεμα
- ξεπαστρεύω
- ξεπατίκωμα
- ξεπατικώνω
- ξεπάτωμα
- ξεπατώνω
- ξεπεζεύω
- ξεπέρασμα
- ξεπερασμένος
- ξεπερνώ
- ξεπεσμένος
- ξεπεσμός
- ξεπέτα
- ξεπέταγμα
- ξεπεταγμένος
- ξεπεταρούδι
- ξεπετώ
- ξεπέφτω
- ξεπηδώ
- ξεπιάνομαι
- ξεπίτηδες
- ξέπλεκος
- ξεπλέκω
- ξεπλένω
- ξεπληρώνω
- ξέπλυμα
- ξεπλυμένος
- ξέπνοος
- ξεποδαριάζω
- ξεποδάριασμα
- ξεπορτίζω
- ξεπόρτισμα
- ξεπούλημα
- ξεπουλώ
- ξεπουπουλιάζω
- ξεπουπούλιασμα
- ξεπρήζομαι
- ξεπροβάλλω
- ξεπροβοδίζω
- ξεπροβόδισμα
- ξέρα
- ξεράδι
- ξεραΐλα
- ξεραίνω
- ξερακιανός
- ξέραμα
- ξεραμένος
- ξέρασμα
- ξερατό
- ξερή
- ξερίζωμα
- ξεριζωμός
- ξεριζώνω
- ξερικός
- ξερνοβολώ
- ξερνώ
- ξερο-
- ξερό-
- ξερ-
- ξερόβηχας
- ξεροβήχω
- ξεροβόρι
- ξεροβούνι
- ξερογλείφομαι
- ξεροκαταπίνω
- ξεροκεφαλιά
- ξεροκέφαλος
- ξερόκλαδο
- ξεροκόμματο
- ξερόλας
- ξερόλα
- ξερολιθιά
- ξερολιθικός
- ξερολούκουμο
- ξερονήσι
- ξεροπήγαδο
- ξεροπόταμος
- ξερός
- ξεροσταλιάζω
- ξεροστάλιασμα
- ξεροσφύρι
- ξεροτηγανίζω
- ξεροτήγανο
- ξερότοπος
- ξεροφαγία
- ξερόχορτο
- ξεροψήνω
- ξεροψήσιμο
- ξέρω
- ξεσάλωμα
- ξεσαλώνω
- ξεσαμάρωτος
- ξεσελώνω
- ξέση
- ξεσήκωμα
- ξεσηκωμός
- ξεσηκώνω
- ξεσηκωτικός
- ξεσκαλίζω
- ξεσκάλωμα
- ξεσκαλώνω
- ξεσκαρτάρισμα
- ξεσκαρτάρω
- ξεσκάρωμα
- ξέσκασμα
- ξεσκατίζω
- ξεσκάτισμα
- ξεσκάω
- ξεσκεπάζω
- ξεσκέπασμα
- ξεσκέπαστος
- ξέσκεπος
- ξεσκίζω
- ξέσκισμα
- ξεσκλάβωμα
- ξεσκλίδι
- ξεσκονίζω
- ξεσκόνισμα
- ξεσκονιστήρι
- ξεσκονόπανο
- ξεσκουριάζω
- ξεσκούριασμα
- ξεσκούφωτος
- ξέσμα
- ξεσπάθωμα
- ξεσπαθώνω
- ξέσπασμα
- ξεσπίτωμα
- ξεσπιτώνω
- ξεσποριάζω
- ξεσπώ
- ξέστηθος
- ξεστοκάρισμα
- ξεστοκάρω
- ξεστολίζω
- ξεστόλισμα
- ξεστομίζω
- ξεστός
- ξέστρα
- ξεστράβωμα
- ξεστραβώνω
- ξεστρατίζω
- ξεστράτισμα
- ξέστρο
- ξέστρωμα
- ξεστρώνω
- ξέστρωτος
- ξεσυνερίζομαι
- ξεσυνηθίζω
- ξεσφίγγω
- ξεσφίξιμο
- ξεσχίζω
- ξετέλεμα
- ξετελεύω
- ξετίναγμα
- ξετινάζω
- ξετρελαίνω
- ξετρύπωμα
- ξετρυπώνω
- ξετσιπωσιά
- ξετσίπωτος
- ξετύλιγμα
- ξετυλίγω
- ξεύρω
- ξευτελίζω
- ξευτίλα
- ξευτίλας
- ξευτιλίζω
- ξευτίλισμα
- ξεφάντωμα
- ξεφαντώνω
- ξεφεύγω
- ξεφλουδίζω
- ξεφλούδισμα
- ξεφλουδιστήρι
- ξεφορμάρω
- ξεφόρτιστος
- ξεφόρτωμα
- ξεφορτώνω
- ξεφουρνίζω
- ξεφούρνισμα
- ξεφούσκωμα
- ξεφουσκώνω
- ξεφούσκωτος
- ξέφραγος
- ξεφράζω
- ξέφρενος
- ξεφτά
- ξεφτελίζω
- ξεφτέρι
- ξέφτι
- ξεφτίζει
- ξεφτίλα
- ξεφτίλας
- ξεφτιλίζω
- ξεφτίλισμα
- ξεφτιλισμένος
- ξέφτισμα
- ξεφυλλίζω
- ξεφύλλισμα
- ξέφυλλος
- ξεφύσημα
- ξεφυσώ
- ξεφύτρωμα
- ξεφυτρώνω
- ξεφώλιασμα
- ξεφωνητό
- ξεφωνίζω
- ξεφωνώ
- ξέφωτο
- ξεχαρβάλωμα
- ξεχαρβαλώνω
- ξεχαρμανιάζω
- ξεχαρμάνιασμα
- ξεχασιά
- ξεχασιάρης
- ξεχασμένος
- ξεχέζω
- ξεχειλίζω
- ξεχείλισμα
- ξέχειλος
- ξεχείλωμα
- ξεχειλώνω
- ξεχειμωνιάζω
- ξεχειμώνιασμα
- ξεχέρσωμα
- ξεχερσώνω
- ξέχεσμα
- ξεχνώ
- ξεχορταριάζω
- ξεχορτάριασμα
- ξεχρεώνω
- ξεχρέωση
- ξεχτένιστος
- ξεχύνομαι
- ξεχώνω
- ξεχωρίζω
- ξεχώρισμα
- ξεχωριστός
- ξέχωρος
- ξεψαρίζω
- ξεψάρισμα
- ξεψάρωμα
- ξεψαρώνω
- ξεψάρωτος
- ξεψαχνίζω
- ξεψάχνισμα
- ξεψειρίζω
- ξεψείρισμα
- ξεψυχάω
- ξεψύχισμα
- ξεψυχισμένος
- ξεψυχώ
- ξηγημένος
- ξηγιέμαι
- ξήλωμα
- ξηλωτήρι
- ξημεροβραδιάζομαι
- ξημεροβράδιασμα
- ξημέρωμα
- ξημερώνω
- ξηρά
- ξηραίνω
- ξήρανση
- ξηραντήρας
- ξηραντήριο
- ξηραντής
- ξηραντικός
- ξηρασία
- ξηρικός
- ξηρο-
- ξηρό-
- ξηρ-
- ξηρογραφία
- ξηρογραφικός
- ξηροδερμία
- ξηροθερμικός
- ξηροκάρπια
- ξηροκαρπιέρα
- ξηρολιθοδομή
- ξηρός
- ξηροστομία
- ξηρότητα
- ξηροφαγία
- ξηροφθαλμία
- ξηρόφυτα
- ξηροφυτικός
- ξι
- ξίγκι
- ξιδάτος
- ξίδι
- ξιδιάζει
- ξινάδα
- ξινάρι
- ξινήθρα
- ξινίζω
- ξινίλα
- ξίνισμα
- ξινόγαλο
- ξινόγλυκος
- ξινολάχανο
- ξινόμαυρο
- ξινόμηλο
- ξινομυζήθρα
- ξινός
- ξινοτύρι
- ξινόχοντρος
- ξιπάζω
- ξιπασιά
- ξιφασκία
- ξιφίας
- ξιφοειδής
- ξιφολόγχη
- ξιφομαχία
- ξιφομάχος
- ξιφομαχώ
- ξίφος
- ξιφουλκώ
- ξιφοφόρος
- ξόανο
- ξόβεργα
- ξόδεμα
- ξοδευτής
- ξοδεύω
- ξόδι
- ξολοθρεμός
- ξολοθρεύω
- ξομολόγηση
- ξομολόγος
- ξομολογώ
- ξόμπλι
- ξομπλιάζω
- ξομπλιαστός
- ξοπίσω
- ξόρκι
- ξορκίζω
- ξόρκισμα
- ξορκιστής
- ξου
- ξούρα
- ξουράφι
- ξουρίζω
- ξούρισμα
- ξουτ
- ξου
- ξόφληση
- ξοφλώ
- ξύγκι
- ξυλάγγουρο
- ξυλάδικο
- ξυλάκι
- ξυλάλευρο
- ξυλάνη
- ξυλάνθρακας
- ξυλαποθήκη
- ξυλάρμενος
- ξυλάς
- ξυλεία
- ξυλεμπορικός
- ξυλέμπορος
- ξυλένιο
- ξυλένιος
- ξυλεπένδυση
- ξυλεύομαι
- ξύλευση
- ξύλημα
- ξυλιά
- ξυλιάζω
- ξύλιασμα
- ξυλιέρα
- ξυλίζω
- ξυλίκι
- ξύλινος
- ξύλισμα
- ξυλιτόλη
- ξύλο
- ξυλο-
- ξυλό-
- ξυλ-
- ξυλόβιδα
- ξυλοβιομηχανία
- ξυλογλύπτης
- ξυλογλυπτική
- ξυλογλυπτικός
- ξυλόγλυπτος
- ξυλογραφία
- ξυλογραφικός
- ξυλοδαρμός
- ξυλοδεσιά
- ξυλόζη
- ξυλοκαΐνη
- ξυλοκάρβουνο
- ξυλοκατασκευή
- ξυλοκερατιά
- ξυλοκέρατο
- ξυλόκολλα
- ξυλοκόπημα
- ξυλοκόπος
- ξυλοκοπτική
- ξυλοκοπτικός
- ξυλοκοπώ
- ξυλόκοτα
- ξυλόλιο
- ξυλόμαλλο
- ξυλομπογιά
- ξυλοπάπουτσο
- ξυλόπισσα
- ξυλόπνευμα
- ξυλοπόδαρο
- ξυλοπόδαρος
- ξυλόπροκα
- ξυλορακέτα
- ξυλοσκεπή
- ξυλόσομπα
- ξυλόσπιτο
- ξυλόσφυρο
- ξυλότυπος
- ξυλουργείο
- ξυλουργία
- ξυλουργικός
- ξυλοφάγος
- ξυλοφόρτωμα
- ξυλοφορτώνω
- ξυλόφουρνος
- ξυλόφυλλο
- ξυλόφωνο
- ξυλώδης
- ξύλωμα
- ξύνω
- ξυπνάω
- ξύπνημα
- ξυπνημός
- ξυπνητήρι
- ξυπνητός
- ξυπνητούρια
- ξύπνιος
- ξυπνοπούλι
- ξυπνώ
- ξυπολυσιά
- ξυπόλυτος
- ξυραφάκι
- ξυράφι
- ξυραφιά
- ξυρίζω
- ξύρισμα
- ξυριστικός
- ξυρός
- ξύσιμο
- ξύσμα
- ξυστήρι
- ξυστός
- ξύστρα
- ξυστρί
- ξυστρίζω
- ξω-
- ξώ-
- ξώβυζο
- ξώδερμα
- ξωθιά
- ξώθυρα
- ξώκειλε
- ξωκλήσι
- ξωμάχος
- ξωμένω
- ξώπετσος
- ξωπίσω
- ξώπλατος
- ξώπορτα
- ξωτικιά
- ξωτικό
- ξωτικός
- ξώφαλτσος
- ξώφτερνος