Γένεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γένεση | οι | Γενέσεις |
γενική | της | Γένεσης* | των | Γενέσεων |
αιτιατική | τη | Γένεση | τις | Γενέσεις |
κλητική | Γένεση | Γενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, Γενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Γένεση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Γένεσις < αρχαία ελληνική γένεσις,
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Γένεση θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (χριστιανισμός) το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης και της Πεντατεύχου και κατ΄ επέκταση της Αγίας Γραφής.
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- η Γένεση περιλαμβάνεται στα λεγόμενα πρωτοκανονικά βιβλία
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Γένεση στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Γένεση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)