Γένεση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Γένεση οι Γενέσεις
      γενική της Γένεσης* των Γενέσεων
    αιτιατική τη Γένεση τις Γενέσεις
     κλητική Γένεση Γενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, Γενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Γένεση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Γένεσις < αρχαία ελληνική γένεσις,

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Γένεση θηλυκό, μόνο στον ενικό

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • η Γένεση περιλαμβάνεται στα λεγόμενα πρωτοκανονικά βιβλία

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]