Δευτερία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Δευτερί αἱ Δευτερίαι
      γενική τῆς Δευτερίᾱς τῶν Δευτεριῶν
      δοτική τῇ Δευτερί ταῖς Δευτερίαις
    αιτιατική τὴν Δευτερίᾱν τὰς Δευτερίᾱς
     κλητική ! Δευτερί Δευτερίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Δευτερί
γεν-δοτ τοῖν  Δευτερίαιν
Συνήθως στον ενικό.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Δευτερία < μεσαιωνική λατινική Deuteria < σουηβική ή γοτθική < πρωτογερμανική *Þeudarīks < *þeudō (λαός) + *rīks (βασιλιάς)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Δευτερία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]