Σάμιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σάμιος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsa.mi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σά‐μι‐ος

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σάμιος οι Σάμιοι
      γενική του Σαμίου των Σαμίων
    αιτιατική τον Σάμιο τους Σαμίους
     κλητική Σάμιε Σάμιοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σάμιος < αρχαία ελληνική Σάμιος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σάμιος αρσενικό (θηλυκό Σάμια ή Σαμία)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σάμιος οι Σάμιοι
      γενική του Σάμιου των Σάμιων
    αιτιατική τον Σάμιο τους Σάμιους
     κλητική Σάμιο Σάμιοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σάμιος < πατριδωνυμικό Σάμιος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σάμιος αρσενικό (θηλυκό Σαμίου)

Μεταγραφές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Σάμιος οἱ Σάμιοι
      γενική τοῦ Σαμίου τῶν Σαμίων
      δοτική τῷ Σαμί τοῖς Σαμίοις
    αιτιατική τὸν Σάμιον τοὺς Σαμίους
     κλητική ! Σάμιε Σάμιοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Σαμίω
γεν-δοτ τοῖν  Σαμίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σάμιος < Σάμ(ος) + -ιος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σάμιος αρσενικό

  1. (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος της Σάμου
  2. ανδρικό όνομα

Αναφορές[επεξεργασία]