άνομβρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἄνομβρος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άνομβρος η άνομβρη το άνομβρο
      γενική του άνομβρου της άνομβρης του άνομβρου
    αιτιατική τον άνομβρο την άνομβρη το άνομβρο
     κλητική άνομβρε άνομβρη άνομβρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άνομβροι οι άνομβρες τα άνομβρα
      γενική των άνομβρων των άνομβρων των άνομβρων
    αιτιατική τους άνομβρους τις άνομβρες τα άνομβρα
     κλητική άνομβροι άνομβρες άνομβρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άνομβρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄνομβρος < ἄν- (άν- στερητικό) + ὄμβρος (όμβρος)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈa.noɱ.vɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐νομ‐βρος

Επίθετο[επεξεργασία]

άνομβρος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]