άνομβρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άνομβρος | η | άνομβρη | το | άνομβρο |
γενική | του | άνομβρου | της | άνομβρης | του | άνομβρου |
αιτιατική | τον | άνομβρο | την | άνομβρη | το | άνομβρο |
κλητική | άνομβρε | άνομβρη | άνομβρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άνομβροι | οι | άνομβρες | τα | άνομβρα |
γενική | των | άνομβρων | των | άνομβρων | των | άνομβρων |
αιτιατική | τους | άνομβρους | τις | άνομβρες | τα | άνομβρα |
κλητική | άνομβροι | άνομβρες | άνομβρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άνομβρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄνομβρος < ἄν- (άν- στερητικό) + ὄμβρος (όμβρος)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈa.noɱ.vɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐νομ‐βρος
Επίθετο
[επεξεργασία]άνομβρος, -η, -ο
- (λόγιο) που δεν δέχεται ή δεν εμφανίζει βροχή
- ※ Λίγα τοπικά φαινόμενα στην ανατολική και νότια χώρα τις επόμενες ημέρες, με διατήρηση του άνομβρου καιρού στις περισσότερες περιοχές, με ισχυρούς βοριάδες στο Αιγαίο και θερμοκρασίες από βδομάδα λίγο κάτω από τα κανονικά επίπεδα. (www.lifo.gr, 31.10.2024)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη όμβρος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άνομβρος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- άνομβρος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα άν- από το στερητικό α- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)