ακέντριστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακέντριστος < μεσαιωνική ελληνική ἀκέντριστος < αρχαία ελληνική κεντρίζω
Επίθετο[επεξεργασία]
ακέντριστος
- που δεν τον έχουν κεντρίσει
- που δεν έχει τσιμπηθεί με κεντρί εντόμου
- που δεν έχει τσιμπηθεί με αιχμηρό αντικείμενο
- που δεν τον έχουν μπολιάσει
- που δεν τον έχουν παρακινήσει, δεν τον έχουν ερεθίσει
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
που δεν τον έχουν μπολιάσει
|
που δεν τον έχουν παρακινήσει, δεν τον έχουν ερεθίσει