αλυσιδωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλυσιδωτός < ελληνιστική κοινή ἁλυσιδωτός· 2. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική en chaîne)
Επίθετο[επεξεργασία]
αλυσιδωτός
- που αποτελείται από μέρη που είναι συνδεδεμένα μαζί όπως σε μια αλυσίδα
- (μεταφορικά) για μια σειρά γεγονότων που γίνονται διαδοχικά, το ένα μετά το άλλο
- αλυσιδωτή αντίδραση
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλυσιδωτός θώρακας