αντίψυχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντίψυχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀντίψυχος < ἀντί + αρχαία ελληνική ψυχή -ψυχος
Επίθετο[επεξεργασία]
αντίψυχος, -η, -ο [1]
- που δίνεται για τη σωτηρία της ψυχής
- που χρησιμοποιείται ως αντίδοτο
- που αναψύχει, που ευχαριστεί
- φυτό, βοτάνι με μεγικές ιδιότητες
- ※ το σιδερόχορτο τρυγάν, τ' αντίψυχο μαζώνουν,
- τα μαγιοβότανα πιοτά, για κέρασμα, ρουφάμε
- Κωστής Παλαμάς, Η φλογέρα του Βασιλιά, 1920
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντίψυχος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αντίψυχος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ψυχος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)