αντιβασιλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιβασιλικός < αντι- + βασιλικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antiroyaliste)
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιβασιλικός, -ή, -ό
- που αντιτίθεται στο θεσμό της βασιλείας ή στον βασιλιά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αντιβασιλικά
- → δείτε τις λέξεις αντί και βασιλιάς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιβασιλικός