αντιμοναρχικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιμοναρχικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική antimonarchique < αρχαία ελληνική μοναρχικός < μονάρχης < μόνος + ἄρχω
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιμοναρχικός, -ή, -ό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αντιμοναρχικά
- → δείτε τις λέξεις αντί, μονάρχης, μόνος και άρχω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιμοναρχικός αρσενικό
- αντιμοναρχικός
- Ως αντιμοναρχικός δεν πολεμώ το πρόσωπο της Βασίλισσας, μα τον ίδιο τον θεσμό που υπηρετεί!
- Οι μοναρχικοί παρουσιάζονται ως δημοκράτες, κι εγώ ως αντιμοναρχικός είμαι σαφέστατα προεδροδημοκρατικός, γιατί στην Βρετανία οι "δημοκρατικοί" είναι συνήθως φιλομοναρχικοί.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιμοναρχικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)