αντιτακτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιτακτός < αντιτάσσω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τός (πβ. (ελληνιστική κοινή) ἀντίτακτος)
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιτακτός, -ή, -ό
- που μπορεί να τοποθετηθεί απέναντι σε κάτι άλλο· χρησιμοποιείται για τον αντίχειρα που μπορεί να κινηθεί κατά τρόπο ώστε να βρεθεί απέναντι στα υπόλοιπα τέσσερα δάκτυλα
- ο άνθρωπος έχει αντιτακτό αντίχειρα που του επιτρέπει να χειρίζεται εργαλεία
- Μελέτη που δημοσιεύεται στην κορυφαία επιθεώρηση Science δείχνει ότι οι αυστραλοπίθηκοι, πρόγονοι του σύγχρονου ανθρώπου, είχαν ήδη αντιτακτό αντίχειρα και λαβή ακριβείας πριν από 3,2 εκατομμύρια χρόνια. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιτακτός
|