αριστερόστροφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αριστερόστροφος <
- αριστερά + στροφή
- (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική: left-handed metamaterials
Επίθετο[επεξεργασία]
αριστερόστροφος
- που, καθώς κινείται γύρω από τον εαυτό του, στρέφεται προς τα αριστερά
- χαρακτηρισμός των τεχνητά κατασκευασμένων υλικών που έχουν ηλεκτρομαγνητικές ιδιότητες αντίστροφες από τις μέχρι τώρα γνωστές στη φύση
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αριστερόστροφος