αρχαιοπινής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀρχαιοπινής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρχαιοπινής η αρχαιοπινής το αρχαιοπινές
      γενική του αρχαιοπινούς* της αρχαιοπινούς του αρχαιοπινούς
    αιτιατική τον αρχαιοπινή την αρχαιοπινή το αρχαιοπινές
     κλητική αρχαιοπινή(ς) αρχαιοπινής αρχαιοπινές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρχαιοπινείς οι αρχαιοπινείς τα αρχαιοπινή
      γενική των αρχαιοπινών των αρχαιοπινών των αρχαιοπινών
    αιτιατική τους αρχαιοπινείς τις αρχαιοπινείς τα αρχαιοπινή
     κλητική αρχαιοπινείς αρχαιοπινείς αρχαιοπινή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρχαιοπινής < (ελληνιστική κοινήἀρχαιοπινής (που έχει τη σκουριά της αρχαιότητας) < αρχαία ελληνική ἀρχαῖος + πίνος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aɾ.çe.o.piˈnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐χαι‐ο‐πι‐νής

Επίθετο[επεξεργασία]

αρχαιοπινής, -ής, -ές

Μεταφράσεις[επεξεργασία]