ασημόγκριζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.siˈmo.ɡɾi.zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ση‐μό‐γκρι‐ζος
- τονικό παρώνυμο: ασημογκρίζος
Επίθετο[επεξεργασία]
ασημόγκριζος, -η, -ο
- που το χρώμα του είναι ανάμεσα στο ασημί και το γκρίζο
- άλλες μορφές: ασημογκρίζος, -α, -ο
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασημόγκριζος
Πηγές[επεξεργασία]
- s.v. ασημο- - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
για την κλίση: (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- ανοιχτόγκριζος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γκρίζος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας