αφοπλιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφοπλιστικός < (αφοπλίζω) αφοπλισ + -τικός, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική désarmant ή από την αγγλική disarming[1] Αναλύεται σε αφ- + οπλισ- + -τικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.fo.pli.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φο‐πλι‐στι‐κός
- παρώνυμο: εφοπλιστικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αφοπλιστικός, -ή, -ό
- που κατακτά τους άλλους με κάποια αρετή ή προσόν του, που σταματά με το προσόν αυτό οποιαδήποτε τάση του άλλου για αρνητική ή επιθετική συμπεριφορά, που γοητεύει[1]
- ↪ Μ' αυτό το αφοπλιστικό χαμόγελο πώς μπορώ να τη μαλώσω; Τη συγχωρώ αμέσως.
- (κυριολεκτικά) ο σχετικός με τον αφοπλισμό[2]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
- εξοπλιστικός (κυριολεκτικά)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 αφοπλιστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
(καταχωρίζεται ως μοναδική σημασία της λέξης).
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τικός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αφ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)