βαθυπελαγικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαθυπελαγικός < βαθυ- + πελαγικός , ενδεχομένως (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bathypelagic • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
βαθυπελαγικός, -ή, -ό
- που ζει στα βάθη της θάλασσας, του πελάγους,[1] η σχετίζεται με αυτά
- (θαλάσσια διαστρωμάτωση) χαρακτηρισμός θαλάσσιας ζώνης λόγω του βάθους της. Η βαθυπελαγική ζώνη θεωρείται η ζώνη σε βάθη μεγαλύτερα από 1.000 και μέχρι τα 4.000 μέτρα[2]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Θαλάσσια διαστρωμάτωση στη Βικιπαίδεια
- επιπελαγικός - μεσοπελαγικός - βαθυπελαγικός - αβυσσοπελαγικός / αβυσσαίος - πλουτώνιος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- → δείτε και τη λέξη βαθύβιος
βαθυπελαγικός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Βλ. λήμματα «βαθύβιος» και «βαθυπελαγικός», στο: Επιτροπής Φιλολόγων (χ.χ. [≈1961]), Σύγχρονον λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Άτλας, σελ. 356, 357.
- ↑ Εγκυκλοπαίδεια Britannica, λήμμα bathypelagic zone, ανακτήθηκε στις 6/7/2023
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα βαθυ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)