βιδωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιδωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βιδώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
βιδωμένος, -η, -ο
- που έχει βιδωθεί
- (μεταφορικά) ακίνητος
- (μεταφορικά) προσκολλημένος σε κάτι
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βιδωμένος
|