δυναμιτιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυναμιτιστικός < δυναμιτιστής + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
δυναμιτιστικός
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) που έχει σχέση με δυναμιτιστή ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις δυναμιτίζω και δύναμη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυναμιτιστικός
|