εκκολαπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκκολαπτικός < εκκολάπτω + -τικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική incubateur)
Επίθετο[επεξεργασία]
εκκολαπτικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη εκκολάπτω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκκολαπτικός