εκφορητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εκφορητικός < αρχαία ελληνική ἐκφορέω / ἐκφορῶ + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
εκφορητικός
- (ιατρική) που περνάει κάτι μέσα απ’ αυτόν (π.χ. αγωγό) και παροχετεύεται προς τα έξω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη φέρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκφορητικός
|