εννοιολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
εννοιολογικός
- που έχει σχέση με μια έννοια ή εννοιολογία, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις εννοιολογία, έννοια, νους και λέγω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εννοιολογικός